θυάλημα

θυάλημα
θυάλημα,
A v. θυήλημα. [full] θυαλόν· τὸ θυτοῖς διαλαβεῖν, θυμιᾶσαι, Hsch. [full] θυάματα· τὸ θύμον, καὶ θυμιάματα, Id.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • θυάλημα — θυάλημα, τὸ (Α) ιων. τ. τού θυήλημα* …   Dictionary of Greek

  • θυήλημα — και ιων. τ. θυάλημα, και διάφ. τ. θύλημα*, τὸ (Α) [θυηλούμαι] ιερή προσφορά, θυσία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”